ανυπόληπτος — η, ο (Μ ἀνυπόληπτος, ον) ο χωρίς υπόληψη, αυτός που δεν τον εκτιμούν οι άλλοι … Dictionary of Greek
ἀνυπόληπτον — ἀνυπόληπτος masc/fem acc sg ἀνυπόληπτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπολήπτων — ἀνυπόληπτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκπτωτος — η, ο (AM ἔκπτωτος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε η εξουσία, το αξίωμα («ἐκπτωτος βασιλιάς», «έκπτωτος αρχιερεύς») νεοελλ. «έκπτωτος εργολάβος» αυτός που έχασε τα δικαιώματά του γιατί δεν εκτέλεσε επαρκώς τους όρους τής συμβάσεως … Dictionary of Greek
ακουσμένος — η, ο (παθ. μτχ. τού ακούω) 1. διάσημος, ξακουστός 2. (με μειωτική σημ.) αυτός για τον οποίο έχουν ακουστεί πολλά, που έχει δυσφημιστεί, ο ανυπόληπτος … Dictionary of Greek
ανυποληψία — η η έλλειψη εκτίμησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανυπόληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] … Dictionary of Greek
δειπνοπίθηκος — δειπνοπίθηκος, ο (Α) ανυπόληπτος, γελοίος, παράσιτος … Dictionary of Greek
κακανθρωπάριον — και κακαθρωπάριον, τὸ (Μ) κακός, ανυπόληπτος άνθρωπος … Dictionary of Greek
κατατρέχω — (AM κατατρέχω) νεοελλ. μτφ. προσπαθώ να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον νεοελλ. μσν. 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ κάποιον 2. τρέχω γρήγορα, σπεύδω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατρεγμένος, η, ον… … Dictionary of Greek
νεκπετής — νεκπετής, ές (Μ) 1. δυστυχισμένος 2. ανυπόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. nekbeti] … Dictionary of Greek